τσαπράζια

τσαπράζια
τα
(λ. τουρκ.), ασημένια ή και επίχρυσα στολίδια της εθνικής μας αντρικής ενδυμασίας, που φοριούνται σταυρωτά στο στήθος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσαπράζι — και τζαπράσι, το, Ν 1. είδος μαχαιριού 2. στον πληθ. τα τσαπράζια και τζαπράζια α) ασημένια ή επίχρυσα στολίδια που φοριούνται σταυρωτά στο στήθος, συνήθως στις παραδοσιακές φορεσιές τής ηπειρωτικής Ελλάδας β) (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) σταυρωτά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”